- κριματίζομαι
- грешить, совершать грех
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κριματίζω — (Μ κριματίζω) [κρίμα] 1. ενεργ. κάνω κάποιον να αμαρτήσει, κολάζω κάποιον 2. μέσ. κριματίζομαι αμαρτάνω, πέφτω σε αμαρτία, κολάζομαι 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κριματισμένος, η, ον αμαρτωλός … Dictionary of Greek
προκριματίζω — Μ 1. ανακρίνω 2. παθ. προκριματίζομαι τιμωρούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεργ. τ. προκριματίζω < πρόκριμα, ατος, ενώ ο παθ. τ. προκριματίζομαι < προ * + κριματίζομαι (< κρίμα «σφάλμα, αμαρτία»)] … Dictionary of Greek